- όσυρις
- (osyris). Φυτό της οικογένειας των σανσαλιδών. Πρόκειται για φρύγανο, με ύψος από 30 εκ. έως 1 μ., αειθαλές, πράσινο, λείο και πολύκλαδο, με νηματοειδείς διακλαδώσεις, ραβδωτές, όρθιες και γωνιώδεις. Έχει φύλλα σκληρά, δερματώδη, γραμμοειδή, λογχοειδή και μονόνευρα και άνθη δίοικα, κιτρινωπά, με πολύ ωραίο άρωμα. Τα αρσενικά, πολλά μαζί, σχηματίζουν φόβες, ενώ τα θηλυκά είναι μονήρη. Ο καρπός του είναι δρύπη σφαιρική, κόκκινη όταν ωριμάσει. Φυτρώνει σε ξερούς τόπους σε όλα τα μέρη της Ελλάδας.
* * *ο (Α ὄσυρις)(δ. γρφ.) το φυτό όσιρις.
Dictionary of Greek. 2013.